- κροτησίγομφος
- κροτ-ησίγομφος [ῐ], ον,A with chattering teeth, Cerc.6.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροτησίγομφος — κροτησίγομφος, ον (Α) αυτός τού οποίου τα δόντια κροταλίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κροτησ τού κροτῶ (πρβλ. κρότησ ις) + γόμφος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek